Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Άρθρο νοσταλγία του Μάνου

Τα σινεμά που πηγαίναμε

Ας φανταστούμε αυτήν την εικόνα: ο άδειος από αυτοκίνητα –έως και από ανθρώπους– συνοικιακός δρόμος. Χωρίς, ακόμα, τα μεγάλα και μικρά καταστήματα που θα του έδιναν ζωή και λάμψη. Βράδυ, με το δημοτικό φωτισμό (αν υπήρχε κι αυτός) ίσα-ίσα να σπάει το σκοτάδι. Και, σε κάποιο σημείο, ορατό από μακριά σαν φάρος, έντονα φώτα. Ίσως χρωματιστά. Ίσως να αναβοσβήνουν. «Σήμα κατατεθέν» του μοναδικού πολιτισμικού κέντρου της συνοικίας: του κινηματογράφου της.
Η εικόνα αυτή, που σήμερα μοιάζει εξωπραγματική, ήταν ιδιαίτερα γνώριμη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι μεγαλύτερης ηλικίας την έχουν χαραγμένη στη μνήμη τους, σαν ανεξίτηλο βίωμα. Οι πιο νέοι ίσως δυσκολευτούν να την πιστέψουν. Τώρα πια, τα φώτα των λιγοστών κινηματογράφων «σκιάζονται» από πιο εντυπωσιακές παραδιπλανές φωταψίες, από τα φώτα των αλλοτινών ταπεινών δρόμων που έγιναν λεωφόροι και από τους προβολείς των αυτοκινήτων που περνούν αδιάκοπα. Τώρα πια, η εικόνα θαμπώνει και για να την ξαναζήσουμε στην πρωταρχική της αίγλη θα πρέπει να επιστρέψουμε σε άλλα χρόνια. Πενήντα χρόνια πριν και βάλε.
Πάμε ξανά.

Κοινωνικό φαινόμενο

Το κλειδί είναι εδώ: ο κινηματογράφος συνδύαζε την ψυχαγωγία με την ενημέρωση και αυτά τα δύο τα προσέφερε σε πολύ προσιτή τιμή.
Στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, η Ελλάδα μπαίνει σε μια φάση ανασυγκρότησης και η τότε νέα γενιά λαχταράει να χαρεί τη ζωή της. Όπως κάθε νέα γενιά, αλλά εκείνη –δικαιολογημένα– πολύ περισσότερο. Οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τα (σε αρκετές περιπτώσεις πληγωμένα από τον πόλεμο) χωριά τους, με τις περιοριστικές συνθήκες, και συγκεντρώνονται στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Τα γεγονότα του πολέμου αλλά και η, έτσι κι αλλιώς, οικονομική στενότητα, δεν τους έχουν επιτρέψει να γνωρίσουν ή έστω να μάθουν αρκετά πράγματα. Τα μέσα της εποχής, δεν προσφέρουν εικόνες: η τυπογραφία δεν έχει ακόμα εξελιχθεί, η φωτογραφική κάλυψη είναι ανεπαρκής, στις εφημερίδες και στα περιοδικά οι τεχνικές δυνατότητες επιτρέπουν τη δημοσίευση ελάχιστων φωτογραφιών (μαυρόασπρων, επί το πλείστον, και κακοτυπωμένων) και η εικονογράφηση, τις περισσότερες φορές άτεχνη, αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Πώς όμως να καταλάβεις πράγματα μέσα από ένα σχέδιο;
Η εικόνα του κινηματογράφου, με τη δύναμη της φυσικότητας και την παραστατικότητα της κίνησης, φέρνει όλο τον κόσμο στις οθόνες των αιθουσών. Γοητευμένοι, οι θεατές μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες ανακαλύπτουν το σύμπαν που τους περιβάλλει: άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες εποχές, άλλες συνήθειες. Δεν έχει σημασία που όλα αυτά δεν είναι πάντα ακριβή, αλλά παρουσιασμένα σύμφωνα με τη σκηνοθετική ή σεναριακή φαντασία. Οι θεατές δεν μπαίνουν σε τέτοιες λεπτομέρειες, βιώνουν τα επί οθόνης διαδραματιζόμενα, ταυτίζονται με τα θετικά πρόσωπα των κινηματογραφικών έργων και νιώθουν απέχθεια, ακόμα και στην πραγματική ζωή, για τους ηθοποιούς που συνδέονται με ρόλους κακών.
Μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες οι θεατές ταξιδεύουν σε άλλους τόπους, από συναρπαστικές πόλεις μέχρι ζούγκλες και ερήμους, μέχρι τους βυθούς των θαλασσών ή το διάστημα. Συναναστρέφονται μεγιστάνες του πλούτου, γόησσες και γόητες, ήρωες της μυθολογίας, προϊστορικά τέρατα που ξαναζωντανεύουν για να σκορπίσουν ρίγη και να κόψουν την ανάσα. Ο κινηματογράφος κάνει το θαύμα του και οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν είναι απλά χώροι αναψυχής. Γίνονται πύλες για άλλες πραγματικότητες.

Έξω και μέσα στην αίθουσα

Όπως είναι επόμενο, οι κινηματογραφικές αίθουσες γίνονται σημεία αναφοράς. Οι θεατές «βάζουν τα καλά τους» για να τις επισκεφθούν –ναι, ο κινηματογράφος αποτελούσε και κοσμική έξοδο– και εκείνες, πάλι, ανταποκρίνονται με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Οι κεντρικοί κινηματογράφοι είναι μεγάλοι, επιβλητικοί και γίνονται ναοί της κινηματογραφικής τέχνης, με τους πιστούς να συρρέουν με θρησκευτική ευλάβεια… Οι ουρές στα ταμεία είναι μια συνηθισμένη κατάσταση και οι θεατές περιμένουν υπομονετικά. Το πλήθος που ήδη έχει συγκεντρωθεί, δεν αποθαρρύνει εκείνους που έρχονται στη συνέχεια. Αντίθετα, τους επιβεβαιώνει ότι το «έργο» αξίζει, αφού ήρθαν και τόσοι άλλοι να το δουν. Συχνά, δημιουργούνται σκηνές απογοήτευσης: η αίθουσα έχει γεμίσει, οι διάδρομοι επίσης, δεν χωρούν άλλοι θεατές. Το ταμείο διακόπτει, αφήνοντας παραπονεμένους εκείνους που δεν πρόλαβαν και οπλίζοντάς τους με πείσμα να δοκιμάσουν ξανά να δουν αυτήν την ταινία. Στο μεταξύ, όσοι έμειναν έξω θα αναζητήσουν εναλλακτική λύση σε άλλο κινηματογράφο.
Στα κεντρικά σημεία, οι κινηματογράφοι συνυπάρχουν και ανταγωνίζονται. Οι θεατές δεν ξέρουν πολλά για την ταινία. Τα μέσα ενημέρωσης είναι ανεπαρκή, η διαφήμιση δεν έχει τον τρόπο να παρουσιάσει ελκυστικά τις ταινίες, οι άνθρωποι δεν διαβάζουν ιδιαίτερα εφημερίδες και οι κριτικές αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, αφού είναι δεδομένο πως οι κριτικοί γράφουν τα δικά τους και ποτέ δεν πιάνουν το σφυγμό του κοινού. Έτσι, οι θεατές του 50 εμπιστεύονται το ένστικτό τους, λαβαίνουν υπ’ όψη τις φήμες που διαδίδονται από στόμα σε στόμα και επηρεάζονται από τον τίτλο της ταινίας. Όμως, πολλές φορές, το τελικό κριτήριο είναι οι φωτογραφίες στις προθήκες των κινηματογράφων. Καθώς σε αρκετά σημεία της Αθήνας οι κινηματογράφοι είναι συγκεντρωμένοι μαζί, οι θεατές έχουν την ευκαιρία να περάσουν από τον καθένα, να χαζέψουν τις φωτογραφίες και να διαμορφώσουν την τελική τους επιλογή.
Ακόμα τότε, δεν υπάρχει η συνήθεια της παρακολούθησης της ταινίας από την αρχή, ούτε η αναμονή στην είσοδο. Οι θεατές μπαίνουν στην αίθουσα μόλις φτάσουν, ακόμα και αν πρόκειται για το τελευταίο δεκάλεπτο. Αντίστοιχα, φεύγουν όταν η ταινία φτάσει στη σκηνή της προσέλευσής τους – το θρυλικό «εδώ ήρθαμε». Φεύγοντας, οι όρθιοι κάνουν επιδρομή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Γίνονται μικρά επεισόδια, οικογένειες ή παρέες ορθίων χωρίζουν γιατί δεν βρίσκονται επαρκείς θέσεις για όλους, οι πιο ευγενικοί θυσιάζονται για τους άλλους… Οι θεατές που ξεκινούν να βλέπουν την ταινία από κάποιο σημείο της, προσπαθούν να μπουν στο νόημά της. Να καταλάβουν την κεντρική ιδέα, να αναγνωρίσουν τα πρόσωπα. Και δεν χορταίνουν το έργο… Πολλές φορές, αν και φτάνουν στη σκηνή από την οποία άρχισαν να το παρακολουθούν, αποφασίζουν να δουν ξανά το υπόλοιπο μέχρι το τέλος. Να γιατί, στο τέλος της προβολής, οι περισσότεροι θεατές φεύγουν ομαδικά από την αίθουσα ενώ είχαν έλθει σε διαφορετικές στιγμές.

Ρίξε φλιτ

Η τεχνολογία είναι ακόμα ανεπαρκής. Τόσο η τεχνολογία προβολής και ήχου, όσο και οι γενικότερες τεχνικές υποδομές. Επιγραφές του τύπου «Η αίθουσα θερμαίνεται», «Η αίθουσα αερίζεται», ενημερώνουν τους θεατές για τα σχετικά.
Η θέρμανση δεν είναι πάντα απαραίτητη. Η αίθουσα θερμαίνεται και από τους θεατές που τη γεμίζουν. Αντίστοιχα όμως, η ατμόσφαιρά της γίνεται αποπνικτική πολλές φορές, από τις αναπνοές και άλλες… ανθρώπινες οσμές. Εδώ που τα λέμε, τα σπίτια δεν προσέφεραν τις ευκολίες για καθημερινή ατομική καθαριότητα. Έτσι, τον αερισμό αναλαμβάνουν σε άλλες περιπτώσεις μικρά παράθυρα, σε άλλες περιπτώσεις εξαεριστήρες τύπου… κουζίνας, και πολύ συχνά οι ταξιθέτριες αναλαμβάνουν το ρόλο της καλής νεράιδας: εμφανίζονται με μια τρόμπα που περιέχει αρωματικό υγρό και «φλιτάρουν» για να κάνουν πιο ευχάριστη, για λίγες στιγμές, την ατμόσφαιρα. Ελάχιστοι κινηματογράφοι διαθέτουν ειδικές μηχανικές εγκαταστάσεις για αερισμό και… αρωματισμό.
Οι υπότιτλοι στις ξένες ταινίες προβάλλονται στην αρχή από διαφορετική μηχανή σε διαφορετική οθόνη: μια βοηθητική μικρή οθόνη, σαν λωρίδα κάτω από την κανονική. Αργότερα, πάλι από διαφορετική μηχανή, «πέφτουν» πάνω στην ταινία, στο κάτω μέρος. Ήταν σαν μαγικό, να στρέφεις το βλέμμα στο σκοτάδι προς το πίσω μέρος της αίθουσας και να βλέπεις από το θάλαμο προβολής δυο φωτεινές δέσμες να στέλνονται στην οθόνη. Ίσως και να προλάβαινες να διακρίνεις, πίσω από τα μικρά παραθυράκια του θαλάμου προβολής, τη σιλουέτα του μηχανικού: του «Θεού» που ρύθμιζε τις τύχες της ταινίας (και των θεατών, κατ’ επέκταση). Αρκεί ο «Θεός» να μην έκανε λάθη και να έστελνε τους σωστούς υπότιτλους στη σωστή σκηνή.

Σάμαλι, παστέλι, κοκ

Οι παλιοί κινηματογράφοι δεν διέθεταν πάντα μπαρ. Οι περισσότεροι θεατές δεν διέθεταν έξτρα χρήματα για την «πολυτέλεια» ενός αναψυκτικού ή ενός φαγώσιμου. Άλλοτε πάλι, δεν διανοούνταν να εγκαταλείψουν τη θέση τους, με κίνδυνο να τη χάσουν, για να πάνε στο μπαρ. Όταν όμως ο Μωάμεθ δεν πηγαίνει στο όρος, πηγαίνει το όρος στο Μωάμεθ, έτσι δεν λέει η έκφραση; Αν λοιπόν δεν πήγαιναν οι θεατές στο μπαρ, το μπαρ ερχόταν σε αυτούς. Ερχόταν με τη μορφή ενός δίσκου που τον περιέφερε στην αίθουσα, στα διαλείμματα, ο τελών χρέη μπάρμαν, ή ο βοηθός του (συχνά, ειδικότερα στους θερινούς κινηματογράφους, μιας και ήταν περίοδος διακοπών, το ρόλο αυτό ανελάμβαναν παιδιά, για χαρτζιλίκι). Ο δίσκος περιείχε λίγα μπουκάλια, λίγα γλυκίσματα, λίγους ξηρούς καρπούς. Και πάλι, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που τον τιμούσαν, συγκεντρώνοντας μάλιστα τα ζηλόφθονα βλέμματα των υπολοίπων. Πάντως, ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο πωλητής του μπαρ διαλαλούσε την πραμάτεια του: «Σάμαλι, παστέλι, κοκ – λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπιράλ!». Το μπιράλ –generic name που προέκυψε από συγκεκριμένη μάρκα– ήταν ανθρακούχο αναψυκτικό, υποκατάστατο της Coca Cola που δεν κυκλοφορούσε τότε. Και το σάμαλι ήταν ένα σιροπιαστό γλύκισμα από σιμιγδάλι, που δεν το καταδεχόμαστε πια, από τότε που μεγαλοπιαστήκαμε.
Το σάμαλι αποτελούσε, επιπλέον, το υλικό για να καρφώνονται οι χάρτινες σαΐτες στην οροφή (ή όπου αλλού) της αίθουσας. Οι πιο ζωηροί θεατές μετέτρεπαν το πρόγραμμα σε σαΐτα, κολλούσαν στη μύτη της ένα μπαλάκι σάμαλι και την εκτόξευαν με δύναμη στα ύψη. (Συνήθως αυτό γινόταν από τους θεατές του εξώστη, που ήταν τύποι πιο «λαϊκοί» αλλά και πιο ευνοημένοι εκ των πραγμάτων για ένα τέτοιο επιχείρημα, μιας και βρίσκονταν σε στρατηγική θέση.) Φυσικά, πολλές φορές οι σαΐτες (υπήρχε και ο αθώος τύπος, χωρίς σάμαλι) προσγειώνονταν σε άλλους, ανυποψίαστους θεατές. Η… διακόσμηση της οροφής της αίθουσας με σαΐτες, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο – μόνο στους «καλούς» κινηματογράφους δεν το συναντούσες.
Τα μπουκάλια των αναψυκτικών αφήνονταν στα πόδια των θεατών, στη βάση των καθισμάτων. Συχνά, είτε από λάθος είτε και σκόπιμα, οι καθήμενοι τα έσπρωχναν με τα πόδια τους και εκείνα κατρακυλούσαν ανυπότακτα στο επικλινές δάπεδο της αίθουσας, με το χαρακτηριστικό τους ήχο που διέκοπτε την προσήλωση των θεατών στην ταινία.
Τα «σπόρια» –οι ξηροί καρποί– ήταν μια δημοφιλής συνοδεία για την παρακολούθηση της ταινίας. Κάποτε μπορεί να πωλούνταν και στον κινηματογράφο, τις περισσότερες φορές όμως έξω από αυτόν, από πλανόδιους πωλητές που έβρισκαν πελατεία εκεί. Ζεστά, λαχταριστά και σε προσιτό κόστος, αποτελούσαν… στάνταρ εξοπλισμό για τους θεατές, που τα κατανάλωναν κατά την προβολή. Το πιο «αμαρτωλό» είδος ήταν ο πασατέμπος και ο ηλιόσπορος, που ενοχλούσαν τους άλλους θεατές με τον ήχο τους αλλά και δημιουργούσαν… βουναλάκια με φλούδια στο δάπεδο της αίθουσας. Έτσι, εμφανίστηκαν στις προθήκες ή και στα προγράμματα των κινηματογράφων οι ειδοποιήσεις «Απαγορεύεται ο πασατέμπος». Αργότερα, για ηχητικούς λόγους, αλλά και λόγους τάξης και ασφάλειας, απαγορεύτηκαν και τα αναψυκτικά μέσα στην αίθουσα. Ήταν όμως πια εποχές που οι θεατές επισκέπτονταν το μπαρ.

Σήμερον…

Τα «προγράμματα», που αναφέραμε, ήταν δίφυλλα έντυπα με «Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου». Πολύ χρήσιμα πολλές φορές, αφού, όπως είπαμε, οι θεατές έμπαιναν σε οποιαδήποτε σκηνή και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έβλεπαν… Στα διαλείμματα λοιπόν, έβρισκαν την ευκαιρία να ενημερωθούν με αυτά τα «λίγα λόγια» και να μπουν στο νόημα.
Εκτός από τα λίγα λόγια για την ταινία, το πρόγραμμα ανάγγελλε και την επόμενη ταινία και τα «προσεχώς» - με βαρύγδουπη διατύπωση για τα «αριστουργήματα» και τους «κολοσσούς» που θα ακολουθούσαν. Α, όλες οι ταινίες ήταν από αριστουργήματα και πάνω.
Οι πιο σοφιστικέ κινηματογράφοι αφιέρωναν την πρώτη σελίδα του «προγράμματος» μόνο στο όνομά τους. Αν όχι, στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας υπήρχαν τα στοιχεία της προβαλλόμενης ταινίας, στη δεύτερη σελίδα τα «λίγα λόγια για την υπόθεση», στην τρίτη και στην τέταρτη οι εξαγγελίες για τα προσεχή αριστουργήματα. Μερικές φορές δημοσιεύονταν και διαφημίσεις και κάποια εποχή ορισμένοι κινηματογράφοι ανέπτυξαν τα προγράμματά τους σε τρίπτυχα ή και μεγαλύτερα, για να φιλοξενήσουν περισσότερες διαφημίσεις, οι οποίες εν καιρώ έγιναν και έγχρωμες. Μεγαλεία.
Οι συνοικιακοί και οι θερινοί κινηματογράφοι, είχαν περικόψει τα έξοδα. Έδιναν ένα απλό μονόφυλλο, τυπωμένο στη μια όψη μόνο, με τα «λίγα λόγια για την υπόθεση» ή, ενίοτε, ούτε αυτά: Υπήρχε ένα στερεότυπο κείμενο που ταίριαζε σε κάθε περίπτωση, τύπου «Ένα εξαιρετικό αριστούργημα που θα καταπλήξει. Κάθε σκηνή σκορπίζει ατέλειωτες συγκινήσεις…». Κείμενο που ταίριαζε σε κάθε ταινία, καθ’ ότι τα πολλά λόγια (ακόμα και τα «λίγα») είναι φτώχια.
Τα «λίγα λόγια για την υπόθεση» (που κατέληγαν στο κλασικό «Η συνέχεια επί της οθόνης») δίνονταν από το γραφείο διανομής της ταινίας, καθώς και τα στοιχεία για τις προσεχείς ταινίες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι αιθουσάρχες θα έκαναν δικές τους παρεμβάσεις.
Για την εκτύπωση των προγραμμάτων υπήρχαν συγκεκριμένα τυπογραφεία, που είχαν στοιχειοθετημένα τα εκάστοτε «λίγα λόγια» και τα προσάρμοζαν για κάθε κινηματογράφο, μαζί με τα «προσεχώς» τους. Έτσι μειωνόταν ο χρόνος και το κόστος και βλέπαμε σε διαφορετικούς κινηματογράφους πανομοιότυπο κείμενο, με πανομοιότυπα τυπογραφικά στοιχεία και… πανομοιότυπα τυπογραφικά λάθη.

Εμφανείς και αφανείς ήρωες

Κάθε κινηματογράφος είχε και το προσωπικό του, βέβαια. Στην είσοδο μας περίμεναν οι ελεγκτές των εισιτηρίων, πρόσωπα «τυπικά» με ρόλο σχεδόν… αντιπαθητικό, αφού κανείς δεν αρέσκεται στο να περνάει από έλεγχο.
Πιο πριν όμως, θα είχαμε περάσει από το ταμείο. Ταμίες ήταν συνήθως σοβαρές κυρίες, και μάλιστα κάποιας ηλικίας, γιατί έπρεπε να διαθέτουν πείρα και να μην κάνουν λάθη. Ήταν ενδιαφέρον το ύφος των ταμιών, που συγχρονιζόταν με το ύφος των κινηματογράφων. Στους «καλούς» κινηματογράφους η έκφραση των ταμιών ήταν πιο ανεβασμένη, ενώ στους πιο δεύτερους, πιο συγκαταβατική. Σαν να μοιράζονταν μια κοινή μοίρα… Επίσης, στις περιπτώσεις με τις ουρές, οι ταμίες είχαν μια έκφραση επιεικούς ανωτερότητας, αφού από εκείνες εξαρτιόταν η είσοδος ή όχι των θεατών.
Παραμέσα, οι ταξιθέτριες ανελάμβαναν να καθοδηγούν στα σκοτεινά τους… ανυπότακτους θεατές που, όπως είπαμε, προσέρχονταν ανά πάσα στιγμή. Αν τύχαινε μάλιστα να μπεις στον κινηματογράφο ενώ έξω υπήρχε ακόμα φως της ημέρας, δεν μπορούσες να δεις πέρα από τη μύτη σου! Έτσι, σε αναλάμβανε η ταξιθέτρια που προπορευόταν και την ακολουθούσες. Με μάτια εξασκημένα στο σκοτάδι, η ταξιθέτρια εντόπιζε τις θέσεις και έστελνε το διακριτικό φως από το φανό μπαταρίας που κρατούσε, για να σου τις δείξει. Φυσικά, όφειλες να δώσεις φιλοδώρημα – έπαιρνες όμως και το «πρόγραμμα», που λέγαμε.
Οι ταξιθέτριες σε πολλές περιπτώσεις ανελάμβαναν και την καθαριότητα της αίθουσας καθώς και την επιμέλειά της κατά την προβολή ή στα διαλείμματα. Είχαν τον άχαρο ρόλο να κάνουν υποδείξεις σε όσους συμπεριφέρονταν απρεπώς, ή να μαζεύουν μπουκάλια στα οποία θα μπορούσε να σκοντάψει κανείς.
Παραπάνω, οι μηχανικοί προβολής βρίσκονταν στην αφάνεια. Κλεισμένοι… στο κουτί τους, όφειλαν να παρακολουθούν την κανονικότητα της προβολής. Πολλές φορές η ταινία –ειδικά αν ήταν πολυπαιγμένη– κοβόταν. Για διάφορους λόγους, οι μηχανικοί ανελάμβαναν και μοντάζ… Αν διακοπτόταν η προβολή των υποτίτλων (που προβάλλονταν χωριστά, όπως αναφέραμε παραπάνω) ακουγόταν η ιαχή «Χασάπη, γράμματα», μιας και ο… «χασάπης» από αμέλεια είχε «κόψει» τους υπότιτλους. Πάντως, το «Χασάπη, γράμματα» έγινε φράση γενικής χρήσης για κάθε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά με την προβολή ή τον ήχο, και οι σκληροί θεατές ανελάμβαναν να επαναφέρουν τον απρόσεχτο ή αφηρημένο μηχανικό στην τάξη. Σε πιο ευγενικά περιβάλλοντα, οι θεατές χτυπούσαν τα χέρια τους για να ειδοποιήσουν το μηχανικό με αυτόν τον τρόπο.
Τα αντίγραφα των ταινιών –οι «κόπιες»– ήταν σε πολλές περιπτώσεις λιγότερα από τους κινηματογράφους όπου προβαλλόταν μια ταινία, γι’ αυτό ένα αντίγραφο μοιραζόταν σε δυο κοντινούς κινηματογράφους: ενώ ο ένας προέβαλλε το πρώτο μέρος, ο άλλος προέβαλλε το δεύτερο και στη συνέχεια γινόταν ανταλλαγή. Την ανταλλαγή την ανελάμβαναν ειδικευμένοι μεταφορείς, με μηχανάκια και «με την ψυχή στο στόμα», γιατί κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο. Ένας αγώνας ταχύτητας που έπρεπε να γίνει, με οποιεσδήποτε καιρικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, με τέλειο συγχρονισμό, ενώ οι θεατές… αναπαύονταν στις πολυθρόνες τους.

Η κινηματογραφική διαφήμιση

Σε εποχές με λίγα ενημερωτικά μέσα και λίγες γνώσεις, οι διαφημιστικές καταχωρίσεις των κινηματογραφικών ταινιών στις εφημερίδες αναλαμβάνουν να προσελκύσουν το κοινό. Έτσι, εμφανίζονται κειμενογράφοι με ειδίκευση στο κινηματογραφικό είδος και αναπτύσσεται μια ιδιάζουσα φρασεολογία με πομπώδες ύφος –ειδικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50– που αναγγέλλει τα χαρίσματα της κάθε ταινίας.
Είναι η εποχή όπου ακόμα οι θεατές συγκινούνται από τα μεγάλα μελοδράματα, τα ηρωικά έπη, τις έντονες περιπέτειες, τις εξωτικές καταστάσεις. Κάθε εβδομάδα, υπάρχουν απ’ όλα για όλους. Επίσης, είναι ακόμα η εποχή του πουριτανισμού, γι’ αυτό τα διάφορα παραστρατήματα επί της οθόνης σκανδαλίζουν το κοινό που σπεύδει στις αίθουσες για να… κατακρίνει.
Έτσι, είναι χαρακτηριστικοί οι κραυγαλέοι τίτλοι που δίνονται σε πολλές ταινίες, οι οποίοι, σημειωτέον, σπάνια έχουν σχέση με τους πρωτότυπους. Επικρατεί η συνήθεια οι τίτλοι των ταινιών να αλλάζονται ώστε να γίνονται πολλά υποσχόμενοι, σύμφωνα με τα γούστα του ελληνικού κοινού. Το «A tale of two cities», για παράδειγμα, μεταφράζεται σε «Για την αγάπη του στη λαιμητόμο», ενώ το θρυλικό ιταλικό μελόδραμα «Τα παιδιά της αμαρτίας» σημειώνει ρεκόρ εισιτηρίων. Από κοντά και η ελληνική παραγωγή, με σπαραξικάρδιους τίτλους και «τολμηρή» θεματολογία: «Κατέστρεψα μια νύχτα τη ζωή μου», «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν», «Η Αγνή του λιμανιού», «Αμάρτησα για το παιδί μου» και άλλα ευτράπελα, αν και επρόκειτο για σοβαρές, κατά τα άλλα, παραγωγές.
Ο χαρακτηρισμός ταινιών ως «ακατάλληλων δι’ ανηλίκους» σε συνδυασμό με ολίγον από μπούτι (γυναικείο, εννοείται) ή ένα ακάλυπτο γυναικείο ώμο (ένα, μην υπερβάλλουμε) δίνει την ευκαιρία για την παρουσίαση μιας ταινίας ως «αυστηρώς ακατάλληλης» με τις ανάλογες… προειδοποιήσεις στις διαφημιστικές καταχωρίσεις.
Οι καταχωρίσεις αυτές είναι γραμμένες στο χέρι, όπως και πολλές άλλες διαφημίσεις της εποχής, αλλά παραμένουν φτιαγμένες στο χέρι για τρεις δεκαετίες τουλάχιστον, μιας και η ταχύτητα της κατασκευής τους αλλά και το εφήμερο της εμφάνισής τους δεν αποτελούσαν προδιαγραφές για δαπανηρότερες διαφημιστικές μακέτες. Κατά τα άλλα, η συνταγή είναι παλιά: στις διαφημίσεις απεικονίζονται (κακήν – κακώς) τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και, αν το επιτρέπει ο χώρος, μια-δυο σκηνές από την ταινία, σε μέγεθος μικρότερο από γραμματόσημο, όπου ο νοών νοείτω.
Υπάρχουν όμως και τα πανό στις προσόψεις των κινηματογράφων. Η συνταγή της απεικόνισης είναι ίδια: πρόσωπα και σκηνές. Αλλά εδώ υπάρχει μέγεθος και χρώμα. Σε 24ωρη βάση, τα πανό προσκαλούν τους περαστικούς να προσέλθουν για την ταινία και αποτελούν την πιο αποτελεσματική διαφήμιση. Σε πιο… οικονομικούς κινηματογράφους, αναφέρονται μόνο ο τίτλος και οι πρωταγωνιστές, χωρίς άλλη ζωγραφική απεικόνιση. Σε ορισμένους όμως κεντρικούς και κατά περίπτωση, τα πανό… αποθρασύνονται. Ξεφεύγουν από το καθορισμένο τους πλαίσιο, κατεβαίνουν σύριζα με τα κεφάλια των εισερχόμενων, δημιουργούν γιγαντιαίες αναπαραστάσεις που πλαισιώνουν την είσοδο του κινηματογράφου. Μια καθημερινή γιορτή, θα μπορούσαμε να πούμε, που ανέδειξε ειδικούς δημιουργούς που διέθεταν τη φαντασία, το ταλέντο αλλά και την ταχύτητα να συνθέτουν τεράστια ζωγραφικά έργα που η ζωή τους διαρκούσε μόνο μια εβδομάδα.

Τα ινδάλματα

Εποχές οικονομικά και κοινωνικά στερημένες που δεν επέτρεπαν στους ανθρώπους να χαρούν και πολλά στη μετρημένη τους καθημερινότητα. Γι’ αυτό, ο κινηματογράφος γινόταν μια φυγή προς το όνειρο, προς το εξωπραγματικό ή προς το απρόσιτο πραγματικό.
Οι θεατές βιώνουν εμπειρίες και συγκινήσεις που δεν πρόκειται να γνωρίσουν με άλλο τρόπο. Ταξιδεύουν από κοσμοπολίτικα μέρη μέχρι ζούγκλες και ερήμους, και από την προϊστορία μέχρι διαστημικά μέλλοντα. Συμπάσχουν με τους ήρωες της ταινίας και ταυτίζονται μαζί τους. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, αισθάνονται ότι πραγματικά για λίγο βρέθηκαν αλλού, ότι παρακολούθησαν μια αληθινή ιστορία. Βγαίνουν με τα μάτια βουρκωμένα ή με ευφορία, με ανατριχίλες ή με την αδρεναλίνη στο κόκκινο. Μα, αυτό δεν είναι η μαγεία του κινηματογράφου;
Ερωτεύονται τις μοιραίες γυναίκες της οθόνης και θαυμάζουν τα πρωτοπαλίκαρα που δεν διστάζουν μπροστά στους κινδύνους. Ναι, όλοι οι άντρες θα ήθελαν να μοιάζουν στον ήρωά τους και να έχουν πλάι τους την αισθησιακή παρτενέρ του, και όλες οι γυναίκες θα ήθελαν να διαθέτουν την ομορφιά και τα «λούσα» της γόησσας που έλαμπε στην οθόνη. Θα ήθελαν να έχουν τα ωραία σπίτια, τα αυτοκίνητα, την κοινωνική αναγνώριση των προσώπων της ταινίας. Θα ήθελαν…
Οι σταρ της οθόνης αποκτούν φανατικούς θαυμαστές και θαυμάστριες που παρακολουθούν με αφοσίωση την κάθε τους ταινία. Δεν έχει σημασία η ταινία, τη σημασία την έχει ο/η σταρ. Οι θεατές μαζεύουν φωτογραφίες από τα ινδάλματά τους, κόβουν εξώφυλλα περιοδικών ή αγοράζουν τσίκλες που σε κάθε φακελάκι τους περιέχουν από μια έγχρωμη φωτογραφία ηθοποιού σε γυαλιστερό χαρτί.
Στις λίγες φορές που γίνονται «μεγάλες πρεμιέρες» όπου παρευρίσκονται οι μεγάλοι ξένοι πρωταγωνιστές, γίνεται χαμός. Μπορεί να μην μπουν όλοι στον κινηματογράφο, θα περιμένουν όμως υπομονετικά στο πεζοδρόμιο και θα διακόψουν την κυκλοφορία, μέχρι να εμφανιστεί η λιμουζίνα που θα φέρει θριαμβευτικά το μεγάλο αστέρι στον κινηματογράφο.

Οι αίθουσες

Η κινηματογραφική κίνηση στην Ελλάδα ανθίζει μετά τον πόλεμο, στη δεκαετία του 50. Ήδη, από πριν, και από πολύ πιο πριν, οι μεγάλοι κινηματογράφοι του κέντρου είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Υπήρχαν ο Έσπερος, το Πάνθεον, το Μοντιάλ, το Ιντεάλ, το Αττικόν, το Ούφα (Κυβέλης). Λίγο πριν τον πόλεμο, νέες μεγαλειώδεις αφίξεις: Κρόνος (Κοτοπούλη), Τιτάνια, Ορφεύς, Παλλάς, Ρεξ. Τα μεγάλα –από κάθε άποψη– σινεμά της Αθήνας… Και αμέσως μετά, Σταρ, Άστορ, Μαξίμ, Άστυ…
Σε λίγες συνοικίες, αραιοκατοικημένες το 50, υπάρχουν μικρά, ταπεινά σινεμά. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε τόσος κόσμος για να γεμίσει μεγάλες αίθουσες, αλλά και οι κάτοικοι των συνοικιών προτιμούσαν τη μεγαλοπρέπεια του κέντρου. Υπάρχουν όμως η Αθηναΐς στη Δάφνη, ο Άρης στην Αχαρνών, ο Αστήρ και ο Κρόνος στη Νέα Ιωνία, η Ατθίς στην Πατησίων, η Γκρέκα στο Νέο Φάληρο, η Γρανάδα στην Αλεξάνδρας, το Ετουάλ και το Κρυστάλ στην Καλλιθέα, το Ηρώδειον στη Νέα Χαλκηδόνα, ο Θησεύς στα Πετράλωνα, ο Κόσμος στους Αγίους Ασωμάτους, το Μον Σινέ στην άκρη του Βύρωνα, η Ντάλια στο Αιγάλεω, η Παλλάς στο Παγκράτι, το Πανελλήνιον στο Κουκάκι, το Σπόρτινγκ στη Νέα Σμύρνη. Το Κάπιτολ, η Παλλάς, το Σπλέντιτ, το Χάι Λάιφ – τα εξαίσια του Πειραιά, πριν την επέλαση των Τερψιθέα και Ολύμπιον. Και άλλα, ονόματα παλιά κι αγαπημένα.
Σιγά-σιγά, χτίζονται καινούργια. Οι συνοικίες αναπτύσσονται και αποκτούν τη δική τους ζωντάνια. Τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι καθορίζουν τη νέα Αθήνα και αποκτούν νέες αίθουσες, μεγάλες και σύγχρονες, που ξεκινούν με τόλμη στην πρώτη προβολή – αποκλειστικό προνόμιο, ως τότε, των κινηματογράφων του κέντρου. Ράδιο Σίτυ, Ελληνίς, Άττικα, Άντζελα, Άστρον, Ιλίσια. Αίθουσες με μοναδική λαμπρότητα, που θα άξιζε να μείνουν ως κειμήλια ενός νέου πολιτισμού. Τέλος πάντων…
Η ανάπτυξη των συνοικιών τις ανακηρύσσει αυτοδύναμες και παίρνει κόσμο από το κέντρο. Οι μεγαλόπρεποι κινηματογράφοι του κέντρου αρχίζουν να δείχνουν παλιοί – μένουν και αφρόντιστοι. Μαζεύουν πια το κοινό που κατεβαίνει για δουλειές στο κέντρο και με την ευκαιρία, μπαίνει και σε κάποιο σινεμά. Λιγοστεύει όμως το κοινό που ερχόταν ως επί τούτου, να κάνει τη βόλτα του, να χαζέψει τις φωτισμένες βιτρίνες της Σταδίου, της Πανεπιστημίου και να γευθεί τις ψησταριές της Ομόνοιας.
Κάπου στη δεκαετία του 60 –χρυσή εποχή– οι κινηματογράφοι χωρίζονται σε κατηγορίες. Υπάρχουν οι παλιοί κεντρικοί, στην Ομόνοια και στα κάτω της Σταδίου και της Πανεπιστημίου, που συγκεντρώνουν πιο ευρύ κοινό. Και αυτοί, διαμορφώνουν ανάλογα την προσωπικότητά τους. Οι «μεγάλοι» φέρνουν σχετικά καλές εμπορικές ταινίες, οι «μικροί» τις πιο δεύτερες. Ορισμένοι στοχεύουν κατευθείαν στο αντρικό κοινό που περιφέρεται στο κέντρο, με ταινίες πιο δυναμικές: πολεμικές (οι αναμνήσεις διατηρούνται νωπές), αστυνομικές, γουέστερν, (ψευδο)ιστορικές και περιπετειώδεις εν γένει. Από την οδό Κοραή και πάνω, το τοπίο γίνεται πιο κοσμικό. Εδώ προβάλλονται αισθηματικές, κοινωνικές, ανάλαφρες κωμωδίες, μουσικές… Και το κοινό, αντίστοιχα, τοποθετείται και επιλέγει τους κινηματογράφους «του». Υπάρχουν θεατές που νιώθουν άβολα στους «κοσμικούς» κινηματογράφους και δεν πάνε, και άλλοι που θα πάνε μόνο στους «κοσμικούς», για λόγους περιβάλλοντος, ακόμα και αν δεν ενθουσιάζονται από την ταινία.
Άλλωστε, είσαι ό,τι δηλώσεις

Η αρχιτεκτονική των κινηματογράφων

Πριν αρχίσουν να υψώνονται τα οικοδομικά μεγαθήρια, οι περισσότεροι κινηματογράφοι στεγάζονταν σε αυτόνομο κτίριο – ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, αξιοποιούσαν αχρησιμοποίητους ελεύθερους χώρους (Ορφεύς, Ιντεάλ, Κόσμος, Αβέρωφ, θέατρο Γιώργου Παππά).
Οι περισσότεροι διέθεταν και εξώστη. Ο εξώστης, σε μεγαλύτερη απόσταση από την πλατεία, ήταν η «δεύτερη θέση» με φθηνότερο εισιτήριο και λιγότερες ανέσεις. Τα καθίσματα ήταν ξύλινα ή απλώς επενδυμένα με ύφασμα ή πλαστικό, χωρίς μαξιλάρι, και κατανεμημένα σε σκαλοπάτια για λόγους καλύτερης θέασης. Φυσικά, στον εξώστη πήγαινε το κοινό που είχε λιγότερα χρήματα να διαθέσει. Ακόμα και κινηματογράφοι που χτίστηκαν στη δεκαετία του 60 διατήρησαν αυτές τις διακρίσεις τάξεων και ανέσεων, και στον εξώστη τους τοποθετούσαν πάλι ξύλινα καθίσματα, μόνο που αυτά ήταν πια επενδυμένα με «φορμάικα». Οι μετέπειτα κινηματογράφοι, έκαναν ένα βήμα μπροστά: τοποθέτησαν και στον εξώστη τα ίδια καθίσματα με της πλατείας, μόνο που ο εξώστης έμενε πάντα αποστασιοποιημένος…
Η χρήση του εξώστη καταργήθηκε μετά τα χρόνια της κρίσης, όταν το κοινό από τη μια λιγόστεψε και από την άλλη είχε, πια, την οικονομική δυνατότητα να αγοράζει εισιτήριο πλατείας. Έτσι, οι εξώστες –όπου υπάρχουν– αποτελούν σήμερα μια όχι οικονομική επιλογή αλλά μια επιλογή θέασης, ή ένα συμπληρωματικό χώρο για τις (σπάνιες) περιπτώσεις που η πλατεία γεμίζει.
Δυο κινηματογράφοι (Σταρ και Ρεξ) είχαν και τρίτο εξώστη, και μάλιστα ο πρώτος εξώστης ήταν η «καλή» θέση, μιας και έβλεπε κατευθείαν στην οθόνη. Όμως αυτή η συγκεκριμένη τακτική εγκαταλείφθηκε, γιατί, πώς να το κάνουμε, οι θεατές που πλήρωναν παραπάνω ήθελαν να πηγαίνουν στην πλατεία και όχι να ανεβαίνουν σε εξώστη – χώρια που έπρεπε να υπάρχει και πρόσθετο προσωπικό ελέγχου. Ο μόνος κινηματογράφος που από την αρχή ως το τέλος του είχε τον εξώστη ως καλύτερη θέση, με ανάλογο εισιτήριο, ήταν το Άστρον στους Αμπελοκήπους.
Εξώστη δεν είχαν οι κινηματογράφοι μικρότερου βεληνεκούς ως προς το πρόγραμμά τους, που ξεκίνησαν ως κινηματογράφοι επικαίρων (Σινεάκ, Άστυ και Άστορ, το οποίο όμως απέκτησε μετά), και ελάχιστοι άλλοι (Βρετάνια και Μαξίμ, η αίθουσα του οποίου είχε κατασκευαστεί αρχικά για κέντρο χορού). Εξώστη δεν είχαν επίσης μικροί παλιοί συνοικιακοί (Ρέο, Νανά κ.ά.).
Τα θεωρεία του εξώστη, που εφάπτονταν με τους πλευρικούς τοίχους και έφταναν μέχρι (ή σχεδόν μέχρι) τον τοίχο της οθόνης, ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό σε πολλούς κινηματογράφους της παλιάς σχολής (Τιτάνια, Κοτοπούλη, Ορφεύς, Παλλάς, Άστορ, Γρανάδα, Έσπερος, Αττικόν, Ίρις, Ρεξ, Μαξίμ κ.ά. αλλά και Άττικα) που μάλλον αποτελούσε κατάλοιπο της θεατρικής αρχιτεκτονικής αντίληψης, γιατί στον κινηματογράφο δεν ήταν βολικό να βλέπεις την ταινία από το πλάι της οθόνης. Σε άλλους, πάλι, υπήρχε υπερυψωμένο τμήμα στο βάθος της πλατείας, σαν ένα βαθύ θεωρείο (Βρετάνια, Άστυ, Ιντεάλ).
Οι παλιοί κινηματογράφοι δεν συνήθιζαν να έχουν μεγάλους χώρους υποδοχής και μπαρ, γιατί οι θεατές έμπαιναν στην αίθουσα μόλις έφταναν στον κινηματογράφο, χωρίς να ενδιαφέρονται να δουν την ταινία από την αρχή και χωρίς να διαθέτουν πρόσθετο κονδύλι για κατανάλωση στο μπαρ. Έτσι, σε κινηματογράφους με περίσσια εμβαδού, τέτοιοι χώροι απουσίαζαν.
Οι υπόγειοι κινηματογράφοι ήταν σπάνιο είδος, πλην των «ειδικών» (Άστυ, Σινεάκ). Μετέπειτα, οι υπόγειοι έγιναν συνηθισμένο είδος, στις πολυκατοικίες που ανεγείρονταν η μια μετά την άλλη.
Πολλοί κινηματογράφοι ξεκίνησαν από θερινοί και έγιναν χειμερινοί στη συνέχεια (Ελληνίς, Αελλώ, Άδωνις, Άνοιξις, Σινέ Παρί, Ίλιον, Μιραμάρε, Μαϊάμι, Καλλιθέα, Ατλαντίς, Γαρδένια κ.ά.). Άλλοι θερινοί παραχώρησαν τα οικόπεδά τους για να γίνουν πολυκατοικίες και οι νέοι δημιουργήθηκαν στο ισόγειο ή… σε όροφο (Αθηνά, Νιρβάνα, Ιωάννα, Όσκαρ κ.ά.). Άλλοι χειμερινοί κατέλαβαν τμήμα προηγούμενου θερινού (Λητώ, Άνοιξις, ABC). Παλιότερα όμως, υπήρχε και η συνήθεια ο χειμερινός να χτίζεται πλάι στον προϋπάρχοντα θερινό (Νανά, Άλεξ, Φρύνη, Πρωτεύς κ.ά.). Σε λίγες περιπτώσεις, δημιουργήθηκε ξεχωριστός θερινός μετά το χειμερινό (Σελέκτ, Πιγκάλ, Αχιλλεύς).
Η μετατροπή ενός θερινού σε χειμερινό γινόταν μερικές φορές με μια απλή κατασκευή που θύμιζε… λυόμενο (Αίας, Άντζελος κ.ά.).
Πολλοί χειμερινοί που διέθεταν αυτόνομο κτίριο, δημιουργούσαν και θερινό στην ταράτσα (Θησεύς, Γρανάδα, Άνεσις, Σινέ Παρί, Αλέκα, Αελλώ, Άννα Μαρία, Παγκράτιον, Τροπικάλ, Παλλάς και Σπλέντιτ στον Πειραιά, κ.ά.). Μια λύση όμως που εφαρμόστηκε ευρύτατα με ενθουσιασμό, ήταν η συρόμενη οροφή που (συχνά σε συνδυασμό και με πλευρικά ανοίγματα, αυτόματα ή χειροκίνητα) επέτρεπε στη χειμερινή αίθουσα να μετατρέπεται σε θερινή. Την αρχή έκανε το Τριανόν και ακολούθησαν πολλοί άλλοι κινηματογράφοι.
Στο κέντρο της Αθήνας δεν λειτουργούσαν θερινοί, μιας και αυτοί ήταν συνυφασμένοι με τη δροσιά των ανοιχτών (τότε) περιοχών εκτός κέντρου. Μόνο η Αίγλη στο Ζάππειο, λόγω περιβάλλοντος, και το θέατρο Ακροπόλ (του οποίου η οροφή άνοιγε… διά χειρός) που λειτούργησε για μια μόνο σεζόν χωρίς επιτυχία. Όμως, αρκετοί κινηματογράφοι στο κέντρο λειτουργούσαν και το καλοκαίρι, με επαρκή ή λιγότερο επαρκή κλιματισμό (Ρεξ, Σινεάκ, Μοντιάλ, Ιντεάλ, Κοτοπούλη, Ριβολί, Ομόνοια, Κοσμοπολίτ και οι λαϊκοί Αρίων, Αθηναϊκόν, Νέα Ελλάς, Νέο Ροζικλαίρ, Αλάσκα). Για θερινή λειτουργία πειραματίστηκε και ο κοσμικότερος Απόλλων, χωρίς επιτυχία.

Τα πρόβατα και τα ερίφια

Παλιά, οι κινηματογράφοι χωρίζονταν σε Α και Β προβολής (ή συνοικιακούς) και προαστίων. Ο Πειραιάς, ακόμα τότε χωριστός από την Αθήνα, αποτελούσε «άλλο τόπο» και οι κινηματογράφοι του αναφέρονταν μετά τους αθηναϊκούς. Αυτό ισχύει και σήμερα.
Οι προβολές των ταινιών ακολουθούσαν τη σειρά της κατάταξης. Οι νέες ταινίες προβάλλονταν στους κινηματογράφους που ήταν στο κέντρο. Οι κεντρικοί άλλαζαν πρόγραμμα κάθε Δευτέρα και κρατούσαν την ταινία για μια μόνο εβδομάδα, ακόμα και αν επρόκειτο για επιτυχία. Μόνο σε πολύ μεγάλες επιτυχίες μια ταινία συνεχιζόταν για δεύτερη (ή και τρίτη) εβδομάδα στους κινηματογράφους Α προβολής, συχνά μάλιστα όχι στους ίδιους που την παρουσίασαν αρχικά, αλλά σε πιο δευτερεύοντες. Τα εισπρακτικά ρεκόρ γίνονταν Σάββατο και Κυριακή, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ταινίας, καθώς το σαββατοκύριακο έβγαινε περισσότερος κόσμος αλλά είχε στο μεταξύ διαδοθεί και η φήμη μιας ταινίας.
Στη συνέχεια, η ταινία διανεμόταν στους κινηματογράφους Β προβολής – ίσως όχι απαραίτητα την επόμενη ακριβώς εβδομάδα της πρώτης προβολής της. Οι Β προβολής (ή «Συνοικιακοί») ήταν οι κινηματογράφοι κοντά στο κέντρο, που και πάλι διακρίνονταν άτυπα – ανάλογα με την κίνησή τους. Οι πιο «εμπορικοί» έφερναν πιο γρήγορα τις ταινίες, οι άλλοι έπρεπε να περιμένουν. Και ακολουθούσε η τρίτη κατηγορία, οι μακρινοί κινηματογράφοι των (τότε) προαστίων. Σε αυτούς έπρεπε να περιμένεις έως και… μήνες για να δεις μια ταινία. Μοιάζει αστείο, που παλιά ως προάστια θεωρούνταν περιοχές όπως η Δάφνη, του Ζωγράφου, το Αιγάλεω, το Περιστέρι και, βέβαια, τα εξωτικά τότε, «βόρια» και «νότια» προάστια.
Υπήρχαν όμως και στο κέντρο κινηματογράφοι Β προβολής. Ήταν οι πιο μικροί, που δεν είχαν τις προδιαγραφές να συναγωνιστούν τους μεγάλους (Ίρις, Κοσμοπολίτ και οι λαϊκοί της Ομόνοιας και της Αγοράς). Οι λαϊκοί παρουσίαζαν δύο ταινίες («Σήμερον 2 έργα 2») αντρικής κατανάλωσης και αποτελούσαν άδυτα για τις κυρίες και δεσποινίδες. Την τακτική όμως των 2 ταινιών εφάρμοσε γρήγορα και το παρακμάζον Μοντιάλ (που διατηρούσε, όμως, μια σχετική αξιοπρέπεια και συχνά η μια ταινία του ήταν «δευτερεύουσα» πρώτης προβολής) καθώς και από την αρχή το ανανεωμένο Κοσμοπολίτ (που στη συνέχεια μεταπήδησε στην Α).
Οι κινηματογράφοι συνοικιών και προαστίων άλλαζαν ταινία τρεις φορές την εβδομάδα (Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή) γιατί τις ταινίες τους τις είχαν δει οι περισσότεροι που ήθελαν να τις δουν. Φυσικά, την Παρασκευή προβαλλόταν η ταινία με την αναμενόμενη μεγαλύτερη κίνηση. Ουαί και αλλοίμονο όμως στους θεατές τους (όπως και στους θεατές των θερινών): Οι κόπιες, ειδικά των ταινιών που είχαν επιτυχία και είχαν προβληθεί πολύ, ήταν φθαρμένες, γεμάτες «γρατζουνιές», είχαν κοπεί και κολληθεί ξανά και ξανά, και ο ήχος ήταν επίσης συχνά φθαρμένος κι αυτός.
Εννοείται ότι δίνονταν μάχες ανάμεσα στους αιθουσάρχες, για το ποιος θα πάρει την εμπορική ταινία…
Στη δεκαετία του 60, δημιουργήθηκαν πολλοί νέοι κινηματογράφοι και σε σχετικά κεντρικές περιοχές (π.χ. Πατησίων, Κυψέλη, Παγκράτι) που όμως εντάχθηκαν στους Β προβολής γιατί θεωρούνταν ακόμα «απόμεροι» ή γιατί… δεν έβλεπαν στη λεωφόρο (Αλόη, Κνωσσός, Αττική, Χαρά κ.ά.). Κατά τα άλλα, επρόκειτο για σύγχρονες, περιποιημένες αίθουσες που αδικούνταν από την ταξινόμησή τους. Αρκετά συχνά μάλιστα παρουσίαζαν σε Α προβολή ελληνικές –ίσως και άλλες– ταινίες που δεν «χωρούσαν» στους κεντρικούς κινηματογράφους.
Έτσι, επινοήθηκε μια αναβαθμισμένη Β κατηγορία, οι ΑΒ προβολής, και τα πνεύματα ηρέμησαν. Ήταν θέμα κύρους να εντάσσεσαι στην ΑΒ, στην οποία όλο και περισσότεροι κινηματογράφοι, δικαίως ή αδίκως, εισχωρούσαν. Στο τέλος είχαν μείνει ελάχιστοι στη Β προβολή, οι επιχειρηματίες των οποίων φαίνεται ότι δεν είχαν τέτοιες έγνοιες.

Τις πταίει;

Λένε πολλοί, πως είναι η τηλεόραση που κατέστρεψε τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Αλλά η τηλεόραση ήταν απλά «το κερασάκι στην τούρτα». Γιατί δεν ήταν μόνο αυτή.
Η πτώση των εισιτηρίων αρχίζει από το 1970. Η τηλεόραση έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα και όλο και περισσότερα νοικοκυριά αποκτούν τη συσκευή τους. Όμως, κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα.
Στη δεκαετία του 70, μια νέα γενιά παίρνει τα σκήπτρα. Οι νέοι του 50, εκείνοι που στήριζαν με την αθρόα τους προσέλευση τις αίθουσες και ήταν η αιτία να δημιουργούνται καινούργιες, έχουν μεγαλώσει και έχουν καταλαγιάσει. Δεν βγαίνουν πια τόσο πολύ, και η τηλεόραση «τους έρχεται γάντι»: το αγαπημένο τους κινηματογραφικό θέαμα έρχεται πια μέσα στα σπίτια τους και λειτουργεί ως άλλοθι για τη μείωση (έως και διακοπή) των επισκέψεών τους στις αίθουσες. Η ουσία όμως είναι ότι αυτό το κοινό ούτως ή άλλως θα έκανε αποχή από τον κινηματογράφο, λόγω ηλικίας…
Οι νέοι του 70, που θα έπρεπε να αντικαταστήσουν το χαμένο κοινό από την προηγούμενη γενιά, διαρρέουν προς άλλους τρόπους ψυχαγωγίας: εμφανίζονται οι καφετέριες, οι μπουάτ, οι ντισκοτέκ, οργανώνονται πάρτι, γίνονται εκδρομές. Όλα αυτά, έχουν ένα κοινό παρονομαστή: καλύτερες οικονομικές δυνατότητες, που δεν διέθετε η προηγούμενη γενιά. Άλλωστε, οι νέες λύσεις δεν κοστίζουν πολύ ακριβότερα από τον κινηματογράφο, είναι φρέσκα πράγματα και η νέα γενιά σπεύδει να τα υιοθετήσει ως «δικά της». Έτσι, οι κινηματογράφοι, ενώ αποτελούσαν το μονόδρομο στην ψυχαγωγία, γίνονται πια μια από τις εναλλακτικές δυνατότητες.
Ακόμα και η παραμονή στο σπίτι, δεν σημαίνει πια να κοιτάζεις τους τοίχους. Πέρα από την τηλεόραση (που η μαυρόασπρη εικόνα της δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη γοητεία της μεγάλης, έγχρωμης οθόνης, ούτε η απομόνωση που προκαλεί μπορεί να ανταγωνιστεί την κοινωνικότητα της κινηματογραφικής αίθουσας) υπάρχουν τρόποι που μπορείς να περάσεις ευχάριστα ακόμα και στο σπίτι: το τηλέφωνο, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, τα βιβλία, το στερεοφωνικό, τα ηλεκτρικά εργαλεία για τους κυρίους, οι ηλεκτρικές συσκευές για τις κυρίες. Όλα αυτά πάλι, με τον ίδιο κοινό παρονομαστή: τις καλύτερες οικονομικές δυνατότητες. Τι κάνει το άτιμο το χρήμα…
Παράλληλα, οι κινηματογραφικοί επιχειρηματίες έχουν μεγαλώσει κι αυτοί. Γερνούν μαζί με τις αίθουσές τους και αποσύρονται. Οι διάδοχοί τους, που ενδεχομένως έχουν κάνει σπουδές και έχουν προσανατολιστεί σε άλλα επαγγέλματα, δεν μπορούν να διατηρούν ρομαντικά και μόνο, αίθουσες που προβάλλουν ταινίες προ κενών, πια, καθισμάτων. Οι αίθουσες εγκαταλείπονται στη μοίρα τους –η κακή τους κατάσταση αποτελεί ένα επιπλέον λόγο που οι θεατές δεν συγκινούνται να τις επισκεφθούν– ενώ και ο κινηματογράφος τα έχει δώσει όλα: δύσκολο, πια, να εμφανιστεί μια ταινία που να έχει να δώσει κάτι πραγματικά πρωτότυπο και εντυπωσιακό.
Πολλοί κινηματογράφοι κλείνουν και αρκετοί έχουν την ατυχία να ξεκινήσουν πάνω στην κρίση, με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν για ελάχιστα χρόνια. Το κινηματογραφικό τοπίο ερημώνει. Εκεί που για να χωρέσουν όλοι οι κινηματογράφοι οι εφημερίδες διέθεταν μια ολόκληρη σελίδα, τώρα δυο-τρεις στήλες αρκούν – και μιλάμε για εφημερίδες μικρότερου σχήματος, μάλιστα.
Στη δεκαετία του 90, παρουσιάζεται μια αναλαμπή. Νέοι επιχειρηματίες ανακαινίζουν ορισμένες αίθουσες, εξοπλίζοντάς τις με νέες ηχητικές εγκαταστάσεις και νέου τύπου καθίσματα. Ο στερεοφωνικός ήχος συνδυάζεται με τον ήχο του ποπ-κορν και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Όμως κι αυτό δεν κρατάει για πολύ.
Οι θεατές συνηθίζουν τις νέες συνθήκες και το ενδιαφέρον τους για τις κινηματογραφικές αίθουσες ατονεί και πάλι. Όπως συμβαίνει πάντα, τον τελικό λόγο τον έχει η νέα γενιά.

Πλούσιοι, νέοι και ωραίοι

Κάθε νέα γενιά θέλει «τα δικά της πράγματα» και, όσον αφορά στον κινηματογράφο, οι νέοι δεν θέλουν τους κινηματογράφους των παππούδων τους. Θέλουν τους δικούς τους.
«Δικοί τους» είναι εκείνοι που εντάσσονται σε μεγάλα εμπορικά και ψυχαγωγικά κέντρα, εκείνοι οι κινηματογράφοι που κάνουν τους θεατές μεγαλύτερης ηλικίας να φρικάρουν. Διότι οι μεγαλύτεροι είχαν μάθει να επισκέπτονται κινηματογράφους με προσωπικότητα και όχι την αίθουσα νούμερο τάδε, όμοια ανάμεσα σε όμοιες, και είχαν μάθει επίσης να μοιράζονται συναισθήματα καθώς γίνονταν όλοι ένα, και όχι να περιμένουν την έναρξη της ταινίας μαζί με θεατές άλλων ταινιών, όπως περιμένεις να περάσουν διάφορα λεωφορεία από μια κεντρική στάση και όχι το λεωφορείο «σου» στη γειτονιά.
Στην πράξη, τα multiplex είναι μια παλιά πραγματικότητα. Πολλοί κινηματογράφοι μαζί υπήρχαν σε διάφορα σημεία της Αθήνας και του Πειραιά, μαζί με ενδιαφέροντα καταστήματα, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια και άλλα, τριγύρω τους. Η διαφορά είναι ότι παλιά η κίνηση γινόταν οριζόντια, στα παρακείμενα κτίρια, ενώ τώρα γίνεται κάθετα, στους ορόφους ενός εμπορικού κέντρου.
Ωστόσο, τα multiplex είναι συνυφασμένα με τη νέα γενιά και, όπως είπαμε, η νέα γενιά έχει το λόγο. Μέχρι να μεγαλώσει κι αυτή… Και τότε, «η συνέχεια επί της οθόνης». Ποιας οθόνης όμως ακριβώς, δεν μπορούμε να ξέρουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: